Αρχική σελίδα

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ο Θησαυρός του Ποταμού Γ' ( Ο Παράξενος Γέροντας)

" Η Νίκη είναι πιο γλυκιά όταν ο αντίπαλος είναι δύσκολος. Η ήττα όμως σε κάνει να αναρωτιέσαι αν τελικά ο σκοπός σου σε αυτόν τον κόσμο θα πρέπει να περιβάλλεται μόνο από Νίκες. Ίσως μια μικρή ήττα να λειτουργεί ως μοχλός προς όφελος της επερχόμενης μεγάλης Νίκης.." 


 Η μάχη φαινόταν ατελείωτη, μέχρι που το πρώτο φως της ανατολής άρχισε να χαϊδεύει το δάσος με τις ακτίνες του Ηλίου. Τότε τα Όντα άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα για να κρυφτούν από κάτι το οποίο εμείς δεν είχαμε αντιληφθεί. Τι ήταν αυτό που τους φόβισε τόσο πολύ;.. "Το Φως του Ηλίου τα πετρώνει και εγκλωβίζει την ψυχή τους μέχρι κάποιος να τα καταστρέψει", μας είπε η Κάλω βλέποντάς μας να απορούμε για αυτό που συνέβη. Ο Ήλιος λοιπόν, φάνηκε σύμμαχος σε μια μάχη που δύσκολα μπορούσε κανείς να νικήσει, όχι γιατί ήταν δύσκολο να τα σκοτώσεις, αλλά επειδή όσο περνούσε η ώρα, τόσο αυτά τα όντα πολλαπλασιάζονταν. Έβγαιναν μέσα από τις τρύπες τους με όλη τους την ταχύτητα, λυσσαλέα και διψασμένα για αίμα, είτε ανθρώπινο που τα χορταίνει εύκολα, είτε το αίμα των Λευκών Θηλέων το οποίο τους δίνει ένα μικρό μέρος από τη δύναμή τους.
 Η Ανατολή όμως, εκτός από φως, μας έφερε και ανακούφιση. Αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί και δάκρυα έφευγαν από χαρά που δεν είχαμε καμία απώλεια εκείνη τη νύχτα. "Θα ξανάρθουν... και θα είναι πιο δυνατοί και έτοιμοι για μάχη", είπε μία Λευκή πολεμίστρια ή οποία παράλληλα καθάριζε το μαγικό της αστραφτερό σπαθί. Την κοιτάξαμε όλοι μας με γουρλωμένα μάτια και τότε καταλάβαμε πως είμαστε ακόμα στην αρχή..
 Τα γέλια και οι χαρές σταμάτησαν. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε γρήγορα για να πάμε στην κοιλάδα του Ποταμού προτού μας πιάσει η νύχτα. Εκεί, σύμφωνα με το χάρτη, υπάρχει η μαγική καλύβα του Γέροντα. Θεωρείται μαγική διότι καμία αρνητική μαγεία δε μπόρεσε ποτέ να περάσει τις πύλες της. Ο ιδιοκτήτης της είναι ένας παράξενος Γέροντας ο οποίος σύμφωνα με τους λαϊκούς μύθους, μπορεί να φτιάξει μαγικά και πολύ ισχυρά όπλα τα οποία θα μπορέσουν να μας βοηθήσουν να πολεμήσουμε, σε περίπτωση που η μοίρα θελήσει να μας φέρει σε μάχη με τα Όντα ή οτιδήποτε άλλο προκύψει.
 Καθώς πλησιάζαμε την κοιλάδα, αισθανόμασταν όλη αυτήν την άρρωστη ενέργεια που είχε μολύνει τα πάντα με τον ερχομό της. Περάσαμε το δάσος και τότε άρχισαν τα πόδια μας να βουλιάζουν μέσα στο βάλτο. Δύσκολα καταφέρναμε να τα ξεκολλάμε από τις λάσπες με αποτέλεσμα να μας κουράζει τόσο ώστε αρχίζαμε να χάνουμε το κουράγιο μας. Ιδρωμένοι πια, και εξαντλημένοι, διασχίζοντας μια απέραντη κοιλάδα, μέσα στην ομίχλη και το βάλτο' βλέπαμε το φως του Ηλίου να χάνεται, και το σκοτάδι να παίρνει σιγά σιγά τη θέση του. Πλέον μόνο την πυξίδα είχαμε για να μας οδηγεί. Ήμασταν ορκισμένοι ότι δεν πρόκειται να αφήσουμε τα σώματά μας εδώ.
 Ο Απόστολος οδηγούσε πλέον την ομάδα, καθώς ήταν ο μόνος που δεν έχανε το κουράγιο του. Με το μαχαίρι στο ένα χέρι και την πυξίδα στο άλλο έδινε το ρυθμό αμίλητος και ασταμάτητος. " Παιδιά σταματήστε, κάτι ακούστηκε από τα αριστερά μας", είπε ο Αλκίμωνας. Τότε είδαμε τον Απόστολο να παίρνει φόρα με όλη του τη δύναμη και να αρχίζει να τρέχει με ταχύτητα προς το Ον που προσπαθούσε να μας προσεγγίσει. Ακούστηκαν κραυγές, ανθρώπινες και μη.. Πριν καλά καταλάβουμε τι είχε γίνει, φάνηκε ο Απόστολος μέσα από την ομίχλη. Φαινόταν βαριά τραυματισμένος. Έφτασε κοντά και μας είπε χαμογελώντας, "παιδιά, τα κατάφερα! Το σκότωσα".. Έπειτα λιποθύμησε στα χέρια μου. Το Ον τον είχε κόψει ελαφρά στο χέρι με το μολυσμένο του ξίφος.
 Τα υπόλοιπα Όντα μύρισαν το χαμένο αίμα του αδερφού τους και άρχισαν να μας περικυκλώνουν. Ανάψαμε τις δάδες μας προσπαθώντας να τα απωθήσουμε. Η φωτιά τα φόβιζε αλλά δε μπορούσε να τα διώξει αρκετά μακρυά ώστε να μπορέσουμε να ξεφύγουμε.
 Τότε ήταν που ήρθε αυτός ο Γέροντας με την κατάλευκη γενειάδα και το πράσινο πανωφόρι. Οδηγώντας την άμαξά του που την έσερναν δύο τεράστιοι λύκοι, άρχιζε να κόβει τα Όντα με τα κόκκινα φλογερά σπαθιά του, όπως ο χασάπης κόβει τις μπριζόλες. Όταν οι λύκοι έφτασαν κοντά, μας άρπαξαν με τα δόντια τους, δίχως να μας βλάψουν, και μας πέταξαν πίσω στην άμαξα. Χωρίς να πει ούτε λέξη, άρχισε να ανεβάζει ταχύτητα με αποτέλεσμα τα Όντα να μη μπορούν να μας φτάσουν. Περάσαμε γρήγορα μέσα από μία πύλη και τότε ξαφνικά είδαμε ένα μέρος που έσφυζε από ζωή, ενώ ακόμα βρισκόμασταν στη μολυσμένη κοιλάδα του Ποταμού. Ελάφια έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, δέντρα γεμάτα με καρπούς και άνθη με χρώματα που μόνο μαγικά θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις. "Καλωσήρθατε στο σπίτι μου" μας είπε χαμογελώντας.
"Ο φίλος σας είναι βαριά τραυματισμένος, πρέπει να τον πάμε γρήγορα στο κατάλυμά μου, πριν αρχίσει να το δηλητήριο να δρα. Του έφτιαξε ένα φίλτρο και αφού το ήπιε, τον έβαλε να ξαπλώσει. "Ελπίζω να μην είναι πολύ αργά γι' αυτόν" του είπα, κοιτάζοντάς τον με αγωνία. "Ο φίλος σας είναι σκληρό καρύδι, τον είδα να πολεμά με θάρρος και επιμονή. Δε θα σου δώσω ψεύτικες ελπίδες. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι μαχητές σαν αυτόν δεν πέφτουν τόσο εύκολα στη μάχη".. Τον κοιτάξαμε όλοι με δάκρυα στα μάτια. Μπορεί να σωθήκαμε από τα Όντα και να βρήκαμε τον Γέροντα, αλλά αυτή δεν ήταν η νύχτα την οποία θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε. Όχι χωρίς τον Απόστολο παρέα μας..